ἀναρροφῶ

ἀναρροφῶ
ἀναρροφέω
gulp down
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀναρροφέω
gulp down
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναρροφώ — (Α ἀναρροφῶ, έω) [ροφώ] ρουφώ, τραβώ με ρούφηγμα, αναρουφώ νεοελλ. μετακινώ ρευστό δημιουργώντας κατάλληλο κενό …   Dictionary of Greek

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • αναρροφητήρας — ο συσκευή αναρρόφησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρροφώ + (κατάλ.) τήρας*. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sucker. Ο ελληνικός όρος αναρροφητήρ πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον αξιωματικό του πυροβολικού Γρηγόριο Χαντσερή το 1847] …   Dictionary of Greek

  • ρινουλκώ — έω, Α εισπνέω, αναρροφώ με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + ουλκῶ (< ουλκός < ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. καρδι ουλκώ, ξιφουλκώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”